- θανατικῆς
- θανατικόςdeadlyfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
σκάφευση — η / σκάφευσις, εύσεως, ΝΜΑ (στους Πέρσες) σκληρός τρόπος θανατικής εκτέλεσης και μαρτυρίου κατά τον οποίο τοποθετούσαν τον κατάδικο ανάμεσα σε δύο σκάφες αφήνοντας έξω από αυτές το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του εκτεθειμένα στον ήλιο και… … Dictionary of Greek
χαρακίρι — Αυτοκτονία με οριζόντια τομή στην κοιλιά. Η μέθοδος αυτή της αυτοκτονίας είναι ιαπωνικής επινόησης. Την υιοθέτησαν τον Μεσαίωνα οι ευγενείς, που προτιμούσαν τον θάνατο από την αιχμαλωσία. Το χ. γενικεύτηκε στα χρόνια της δυναστείας των Άσι Κάγκα… … Dictionary of Greek
TEMPLI Mons — in Misna tit. Celim c. 1. Mons Templi, sanctior est Urbe Intermurale sanctius est Monte Atrium Mulierum Intermurali sanctius erat etc. est Mons Moriah, in quo Templum Hierosolymitanum erat conditum, et ipse aliquando Templi nomine insignis. Nempe … Hofmann J. Lexicon universale
απαγχονισμός — Βίαιος θάνατος που προέρχεται από πολύπλοκο μηχανισμό, έπειτα από ολοκληρωτική ή όχι απαιώρηση του σώματος από τον λαιμό με βρόχο, ο οποίος εξαρτάται από κάποιο σταθερό σημείο και περισφίγγεται από την αγκύλη του εξαιτίας της έλξης πουπροκαλείται … Dictionary of Greek
αποτυμπανισμός — Είδος θανατικής ποινής που επιβαλλόταν στην αρχαία Αθήνα, συνήθως σε μη Αθηναίους εγκληματίες. Ο όρος προέρχεται από τη λέξη τύμπανον ή τύπανον, μία σανίδα πάνω στην οποία έδεναν τα μέλη και τον λαιμό του κατάδικου. Ο ακριβής όμως τρόπος… … Dictionary of Greek
δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… … Dictionary of Greek
διαμελισμός — ο (AM διαμελισμός) [διαμελίζω] τεμαχισμός, κομμάτιασμα νεοελλ. 1. διανομή κατειλημμένης χώρας ανάμεσα στους νικητές 2. τρόπος θανατικής εκτέλεσης κατά τον μεσαίωνα … Dictionary of Greek
εκτέλεση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελώ, πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εκπλήρωση («εκτέλεση διαταγής, καθήκοντος, απόφασης κ.λπ.») 2. απόδοση μουσικού κομματιού, ο τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε 3. θανατική εκτέλεση, η εκτέλεση τής θανατικής… … Dictionary of Greek
θανάτωση — η (AM θανάτωσις) [θανατώνω] το να θανατωθεί κάποιος, η αφαίρεση ζωής, ο φόνος («καταδίκαι καί θανατώσεις πολιτών», Πλούτ.) νεοελλ. η εκτέλεση τής θανατικής ποινής … Dictionary of Greek